Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η υπαγόρευση

  • 1 диктовка

    θ.
    1. υπαγόρευση•

    писать под -у γράφω καθ' υπαγόρευση.

    2. βλ. диктонт (1 σημ.).
    εκφρ.
    под -у чью – καθ' υπαγόρευση του..., κατ' επιβολή του...

    Большой русско-греческий словарь > диктовка

  • 2 диктант

    диктант м η υπαγόρευση
    * * *
    м
    η υπαγόρευση

    Русско-греческий словарь > диктант

  • 3 диктант

    η υπαγόρευση, (письменная работа) το (πρόχειρο) διαγώνισμα (γραπτό γύμνασμα σε ορθογραφία), το μάθημα ορθογραφίας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диктант

  • 4 диктовать

    υπαγορεύω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диктовать

  • 5 диктант

    диктант
    м ἡ ὑπαγόρευση [-ις], τό κείμενο καθ' ὑπαγόρευσιν.

    Русско-новогреческий словарь > диктант

  • 6 диктовка

    диктовк||а
    ж ἡ ὑπαγόρευση [-ις]:
    писать под \диктовкау γράφω καθ' ὑπαγόρευσιν.

    Русско-новогреческий словарь > диктовка

  • 7 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 8 диктант

    [ντικτάντ] οοσ α υπαγόρευση

    Русско-греческий новый словарь > диктант

  • 9 диктант

    [ντικτάντ] οοσ α υπαγόρευση

    Русско-эллинский словарь > диктант

  • 10 веление

    ουδ.
    διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•

    по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•

    веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•

    веление долга η φωνή του καθήκοντος.

    Большой русско-греческий словарь > веление

  • 11 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 12 диктант

    α.
    1. γύμνασμα γραπτό με υπαγόρευση• πρόχειρο διαγώνισμα.
    2. παλ. βλ. диктовка (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > диктант

  • 13 диктат

    α.
    πολιτική καθ' υπαγόρευση.

    Большой русско-греческий словарь > диктат

  • 14 писать

    пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. γράφω•

    писать буквы γράφω γράμματα•

    писать цифры γράφω αριθμούς•

    писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•

    писать мелом γράφω με κιμωλία•

    писать чернилами γράφω με μελάνη•

    перо не -ет η πένα δε γράφει•

    писать заявление γράφω αίτηση•

    писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.

    || συγγράφω•

    -рассказы γράφω διηγήματα.

    || συνθέτω•

    писать оперу γράφω μελόδραμα.

    2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•

    газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.

    3. ζωγραφίζω•

    картину ζωγραφίζω πίνακα•

    писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.

    || παρασταίνω.
    εκφρ.
    писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).
    γράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > писать

  • 15 подсказка

    θ.
    1. κρυφή υπόμνηση, σφύριγμα, φύσημα μύνημα.
    2. μτφ. υπαγόρευση•

    он действует по -е своего друга αυτός ενεργεί, όπως του πει ο φίλος του.

    Большой русско-греческий словарь > подсказка

См. также в других словарях:

  • υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… …   Dictionary of Greek

  • υπαγόρευση — η 1. απαγγελία κειμένου μπροστά σε άλλον, για να το γράψει αυτός ή να το επαναλάβει προφορικά: Έγινε η υπαγόρευση των εξεταστικών θεμάτων στους μαθητές. 2. μτφ., παρακίνηση, υπόδειξη, επιταγή, συμβουλή: Φέρεται έτσι από τις υπαγορεύσεις του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαγορεύσῃ — ὑπαγορεύσηι , ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (epic) ὑπαγορεύω dictate aor subj mid 2nd sg ὑπαγορεύω dictate aor subj act 3rd sg ὑπαγορεύω dictate fut ind mid 2nd sg ὑ̱παγορεύσῃ , ὑπαγορεύω dictate futperf ind mp 2nd sg ὑ̱παγορεύσῃ , ὑπαγορεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • κανονάρχισμα — και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω] 1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη 2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή …   Dictionary of Greek

  • ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …   Dictionary of Greek

  • υπήχησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπηχῶ] 1. αντήχηση 2. υπόδειξη, υπαγόρευση …   Dictionary of Greek

  • υπαγορία — ἡ, ΜΑ [ὑπαγορεύω] 1. υπαγόρευση 2. σύνταξη, σύνθεση μσν. ύφος αρχ. ερμηνεία, εξήγηση …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

  • υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»